μεταρδεύω

μεταρδεύω
μεταρδεύω (Α)
μεταστρέφω το αυλάκι άρδευσης προς άλλο τόπο και ποτίζω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἀρδεύω «ποτίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”